αγγελεύω

αγγελεύω
[άγγελος]
1. είμαι σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων
2. μέσ. βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”